Σελίδες

Τα καθ’ ημάς


Ξημέρωσε και μαγείρεψε, έβαλε μπουγάδα

σιδέρωσε, σκούπισε, σφουγγάρισε

έφτιαξε στον άντρα έναν καφέ, κάτι να φάει

ετοίμασε και πήγε το παιδί στο σχολείο

όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα


τώρα, που έχει λίγο χρόνο 

καθορίζει και καθαρίζει την θέση της

είναι χαμηλή και βολική 

δεν απειλεί κανέναν όσο κι αν γράψει 

κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα


θα ‘θελε πλάι στους ρεμβαστές να ξαποστάσει

μα δεν υπάρχει χρόνος, ο χρόνος πεθαίνει

τα τρόλει αργόσυρτα θρηνούν τις ζωές που κουβαλάνε

αυτή τα μετράει ξανά και ξανά 

μαζϊ με τις κρύες γουλιές του πρωινού καφέ 

κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα


η σκόνη στην πόλη διαταράσσει την ομαλή δημιουργία των ονείρων της

τα λιβάδια με τους μωβ κρόκους αναζητάει 

αντί γι’ αυτά η σοδειά της είναι ανθρώπινα οστά

που λένε την αλήθεια μέσα απ’το σπογγώδες

υλικό τους

πως η ζωή της φανερά γκρεμίζεται  

κι όλα αυτά χωρίς να παίρνει ανάσα


Η μουσική στο πικάπ όταν τελειώνει


η ιστορία κρατάει χρόνια

σαν βελόνα πάνω σε δίσκο 

σαν ακατάλυτη πίστη ή κινούμενη άμμος

αδύνατον να μην λουφάξω στο παρελθόν όπου καταπίνω τον φόβο και φτύνω κόκαλα 

είμαι αχόρταγη σαν κουτάβι

όλο τρέχω για να ζήσω πιο πολύ,

πιο πολύ από εκείνο το παιδί 

που του ‘κλεψε ο μπάτσος τη ζωή σαν να ‘ταν κέρμα

δεν θα σας πω τίποτα σαν την αλήθεια 

γιατί θα σας κάψει μαμά, μπαμπά

όπως η σφαίρα που του τρύπησε τον θώρακα

μπορούσα να βάλω το δάχτυλό μου μέσα στην κόκκινη τρύπα

κι αυτό προκαλεί έγκαυμα στην ψυχή 

πιο πολύ απ’τις φωτιές που κύκλωναν την πόλη 

πιο πολύ από το ξύλο των γκλοπ

δεν θα σας πάρω κρίμα στο λαιμό μου

θα ζήσω θα ζήσω

όπως θέλω θέλω θέλω 

πνίγηκα, λίγο νερό, τα χημικά 

 “μαμά,μπαμπά, συγγνώμη, αλήθεια, τι θα ήσασταν χωρίς εμένα;”

ο Αλέξανδρος ήταν δικός μας 

μ’ εκείνου το αίμα γράψαμε την πόλη

και οι ησυχασμένοι ακόμα αναρωτιέστε 

γιατί κάηκε το δέντρο στο Σύνταγμα

panic button



Το παιδί τής είπε “καλημέρα”

πήρε ένα τελευταίο φιλί με τη σάκα στον ώμο 

ο άντρας με μια κλωτσιά της έσπασε το πόδι

εκείνη τον έδιωξε 

η αστυνομία τής πρόσφερε μια υποτυπώδη προστασία 

κατά τ’άλλα, η γειτόνισσα ανακάτευε 

την κατσαρόλα που κόχλαζε 

ο γείτονας ξεφύλλιζε 

την εφημερίδα που έτριζε 

ο παπάς ετοίμαζε 

το λιβάνι για το θυμίαμα

όλοι κι όλες στον μικρό τους τόπο άνοιγαν 

τα ραδιόφωνα στη διαπασών, 

την ώρα που εκείνη φώναζε “βοήθεια,βοήθεια”  

η Σαλαμίνα θρέφει ποιητές 

τώρα μάθαμε πως θρέφει και φονιάδες

απ’τα ραδιόφωνα το μάθαμε 

τα σκάγια στο σώμα της άμοιρης το είπαν 

το σώμα που πάλι με στοργή αγκαλιάζουμε

αλλά δεν φτάνει

“δεν φτάνει με τίποτα”

μας φωνάζει απ’τον τάφο της 

μας το λέει το παιδί της

La vie est la farce à mener par tous


Βγαίνοντας απ’το μουσείο, με καταβρόχθισε η φάρσα αυτή, σαν τα πολύχρωμα σκουπιδάκια που απόμειναν από την λαϊκή της Μπελβίλ και τα τσιμπολογούσε ένα λαμπερό μαύρο κοράκι. Εικοσιτρία χρόνια είχα να πατήσω τα πόδια μου εδώ κι αυτή τη φορά το έκανα με την ιδιότητα που διάλεξα με τόσο κόπο και κόντρα σε πολλά αντιθετικά τσιτάτα που θέλανε μονίμως το καλό μου ή να με συνετίσουν παρουσιάζοντας μπροστά μου μια κενή αλλότρια αλήθεια . Δουλεύω διαρκώς για μια προοπτική που κάθε μέρα μου φαίνεται πιο πιθανή και ζωηρή, δουλεύω γι’ αυτό που διάλεξα και με κρατάει ζωντανή, πλήρη, με διαύγεια και ομορφιά. Στο τέλος ξέρω, πως η ματαιότητα θα υπερκεράσει τα εμπόδια που της βάζω σαν ολοστρόγγυλα λευκά βότσαλα, ώστε να γλυστράει και να γλυστράει. Ίσως, δηλαδή, να πνιγώ στο συντριβάνι της, όχι όμως πριν αποφασίσω ποιο μπλε και ποιο μωβ και ποιο κίτρινο θα έτρωγα για να χορτάσω, αν αυτά ορίζονταν σαν την επιβεβλημένη μου τροφή• τώρα ξέρω πως είναι όλα του Ρόθκο, γιατί τα μύρισα και τα άκουσα, τα μάτια μου συντονίστηκαν σε ένα υψίπεδο, σε μια οροσειρά, απ’όπου αυτά τα συγκεκριμένα χρώματα είναι ορατά στο κομμάτι του ουρανού που μου αναλογεί και που μπορώ να αγκαλιάσω όπου κι αν πάω. 

Ο θάνατος είναι παντού τόσο παρών και αυτό με καθησύχαζε σε κάθε μικρή στάση που έκανα για να γευτώ τοπικές λιχουδιές κρυφακούγοντας ταχύρυθμους διαλόγους και προσπαθώντας να ξεψαχνίσω το ρήμα από το αντικείμενο στη γλώσσα που αγαπούσα τόσο πολύ να προφέρω σωστά και με χάρη. Είναι λίγο κρίμα να μην μπορώ να εξηγήσω, πως δεν φοβάμαι τίποτα εδώ και τέσσερα χρόνια πια, πέρα από την πίεση που συμβαίνει και που συνθλίβει την ψυχή μου, όταν αυτή μπορεί για παράδειγμα να ενσαρκωθεί σε έναν μικρό κοκκινολαίμη ή έναν νεογέννητο αρουραίο• αυτή η πίεση προέρχεται μόνο από άλλες ψυχές που μοιάζουν αρπακτικές δίκαια ή άδικα προς την δική μου αναλόγως κι έτσι τότε η ανάσα μου λιγοστεύει, αδειάζω και οι φωνητικές μου χορδές αφομοιώνονται από τον σωλήνα του λαιμού μου, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να βγει, τίποτα να με τροφοδοτήσει με ροή. Μένω στατική σαν ένα οριγκάμι κολλημένο με μέλι πάνω σε μια σταθερή επιφάνεια, ασάλευτη και βαριά σαν ογκόλιθος, έτοιμη όμως πάντα να καταρρεύσω αφήνοντας ένα χαοτικό αποτύπωμα σπλάχνων, οστών και αίματος στην βάση όπου πριν λίγο στηριζόμουν.“Θέλω να με φροντίσουν”, αυτό είπα και δεν κατάλαβε ούτε ο πανέμορφος θεόρατος γάλλος ούτε η συναδέλφισσά του που μου γύρισε το δεξί προφίλ λες και θα την φωτογράφιζα, αντί να ακούσει την έκκλησή μου για βοήθεια. “Στον ουρανό ολοταχώς”, μετέφραζα από μέσα μου βλακωδώς ποιητικά την φράση με τα κόκκινα γράμματα κι αυτό ακριβώς ζητούσα. Παρόλο που τα είχα όλα έτοιμα, όλα τα κρατούσα στο δεξί χέρι, διαβατήριο και κάρτα επιβίβασης, έπρεπε να τρέξουν ασυνείδητα δάκρυα από τους πόρους των δακρύων, για να καταλάβουν τελικά και να με οδηγήσουν στην κατεύθυνση που χρειαζόμουν ενώ ταυτόχρονα υποτιμούσαν την μικρή μου δυστυχία. Έχω μάθει στην γλώσσα αυτή, πως souci είναι μια υπέροχη αρετή κι ας μην προσφέρεται απλόχερα όπως επιλέγω να τη δίνω κάθε φορά χωρίς φειδώ, όπου νιώθω πως είναι ανάγκη.




untitled 1970 - η μέρα που γνώρισα τον Μαρκ Ρόθκο


Δεν θυμάμαι ποια μέρα πήραμε το ταξί  για το 222 της οδού Bowery στην ανατολική πλευρά της Νέας Υόρκης. Θυμάμαι όμως, πως ο αέρας που έμπαινε από το χαλασμένο παράθυρο ήταν τόσο μανιασμένος ώστε ήθελα να ξύσω τα μάγουλά μου συντόνως, μέχρι να μοιάσουν με ποδοπατημένες παπαρούνες. Τι είναι ο άνεμος, με ρωτά ο διακριτικός μου άγνωστος συνοδοιπόρος; “Ο άνεμος είναι ο τελευταίος πίνακας του Μαρκ Ρόθκο”, του απαντάω, κόκκινος, ένα ζωηρό κόκκινο αίμα, το αίμα από τις παπαρούνες, το αίμα του Ρόθκο που αντί να πνίξει, το λέρωσαν οι φυλλάδες και τα ψιθυρίσματα, οι ανακρίβειες και οι αναλύσεις που ο ίδιος απεχθανόταν μια ζωή. 

Όμως οι άνθρωποι ξεχνούν τόσο εύκολα και μιλάνε τόσο πολύ. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβει όταν ο Μαρκ Ρόθκο αποφάσισε να πεθάνει, ξέρω πως ένιωσα μια τρομερή λύπη, ένα συναίσθημα ίσως ακόμη πιο δυνατό και ομιχλώδες από τη λύπη για την απώλεια, γιατί αν κάτι θα κρατούσα ως εικόνα από το στούντιό του, αυτό θα ήθελα να ήταν η ακαταστασία και οι μισοτελειωμένοι καμβάδες, τα μπουκαλάκια και τα σωληνάρια των χρωμάτων που έφτιαχνε μόνος του για να είναι μοναδικά, τα πινέλα του, τα αλλοπρόσαλλα χρωματισμένα πουκάμισα που όσο κι αν τα έπλενα δεν καθάριζαν από τις διάσπαρτες και τυχαίες πιτσιλιές κι αυτό με ευχαριστούσε· ήταν τόσο προσωπικά. Μου καταστρέφουν τη μνήμη αυτές οι ειδήσεις με τις υποθέσεις και τις ιατροδικαστικές περιγραφές, με τις αναλύσεις για την στροφή του στο γκρι, το μαύρο και το μωβ. Η δήθεν ενσυναισθητική διάθεση και παντογνωσία των δημοσιογράφων που νοιάζονται τόσο για την αυτοχειρία του όσο νοιάζεται ένας ναζί για έναν εβραίο.

Κανείς δεν ήξερε τα σκοτάδια του Μαρκ Ρόθκο καλύτερα από εκείνον (ίσως λίγο κι εγώ η ίδια να ξέρω βέβαια) κι αυτό επειδή η καταβύθισή μας στην κατάθλιψη ήταν ταυτόχρονη και ανηλεής. Συνέβη ξαφνικά κι έπειτα η επιτάχυνση της κατάστασης υπήρξε τόσο μεγάλη που δεν άφηνε περιθώρια για αντεπίθεση, η θέληση συρρικνώθηκε, μας κατάπιαν οι μπογιές και η απουσία των λέξεων• κοινώς η τρύπα στο στομάχι που φιλοξενεί εδώ και αιώνες το Κενό. 

Ταυτόχρονα, ο Ρόθκο στο τελευταίο του  έργο τοποθετεί ακριβοδίκαια μια ρομφαία πάνω από τα κεφάλια των γυναικοκτόνων που πνίγονται στο αίμα των πλασμάτων που σκότωσαν, πνίγονται στον παφλασμό από τις ιαχές των γυναικών που έμειναν πίσω και τις κλαίνε από άκρη σε άκρη της γης. Το αίμα αυτό είναι ζωντανό σε κάθε ίντσα αυτού του τελευταίου πίνακα, αγριεύει όταν το κοιτάνε χωρίς ενοχή και σωπαίνει σαν ήρεμο ποτάμι όταν έρχεται δικαιοσύνη. Η στάση στην κόκκινη λίμνη που γεμίζει με ιστορίες και σώματα γυναικών είναι επιβεβλημένη και να την κάνετε αν τυχόν βρεθείτε μπροστά της, ακόμα και νοερά, όχι όπως επιτάσσει μια κανονική επίσκεψη σε γκαλερί τέχνης. 

Η σπονδυλική στήλη του Ρόθκο τα τελευταία χρόνια είχε απορροφήσει τόση λύπη ώστε τα κρακ που ακούγονταν δεν μπορούσε να τα εξηγήσει κάποια ιατρική γνωμάτευση ή εξέταση. Τα κρακ αυτά ήταν η φωνή του και η ερμηνεία που ζητούσαν οι άνθρωποι από τους πίνακές του. Εκείνος κάπνιζε σαν καπνοδόχος κι έπινε με μανία ουίσκι σε ποτήρια που δεν έπλενε ποτέ, ζούσε λιγάκι παραπάνω απ’ όσο αποφάσιζε την προηγούμενη νύχτα, μέχρι τη στιγμή που.


αποκομιδή

Όπου πάω με τ’ αμάξι αυτές τις μέρες, κουβαλάω ένα μικρό φέρετρο, μήκους περίπου ενάμισι μέτρο, καφέ χρώματος και λίγο πιο βαθύ από τα κανονικά φέρετρα. Δεν είναι από κάποιο ξύλο ακριβό, βελανιδιά, εβένινο ή ό,τι είθισται τελοσπάντων. Δεν το βλέπει κανείς, εκτός απ’ το παιδί που την πρώτη φορά που το αντίκρυσε με ρώτησε : “Μαμά, αλήθεια έχεις έναν τάφο μέσα στο αμάξι σου;”. Κάθεται πάντα στο καρεκλάκι της στα δεξιά, τσουλάμε μαζί με το μικρό φέρετρο στην άσφαλτο της Αθήνας κι αυτό αφήνει ρυθμικά γκουπ-γκουπ σε κάθε λακούβα που πατάω ή κάποια πιο απότομη στροφή.

Από τότε που ξεκίνησα να το γεμίζω δεν έχει σταματημό και πλέον νιώθω πως σαν τελετουργία δεν θα σταματήσει ποτέ, δεν θα το ξεφορτωθώ ποτέ για να το θάψω όπως του πρέπει• είναι κι αυτό σαν το στόμα μου, ένα χαντάκι που διαρκώς γεμίζει. Γεμίζει, γεμίζει κι όλο χωράει• ένα σκασμό στενοχώρια, ασχήμια, όλα τα σκατά που μας σερβίρονται κάθε μέρα, όλα τα απόνερα, οι νεκρές από φονικά, οι στάχτες απ’το πράσινο,τοτιθαγίνειαπόδωκαιπέρα.

Μόνο γεμίζει,μέχρι και την παιδική μου ηλικία έχω καταχωνιάσει που άλλωστε βολεύτηκε καλά κι απλώθηκε στον πάτο του έτσι απαλή που είναι και με τάση να καταλαμβάνει κάθε ζωντανό κύτταρο μνήμης. Την έβαλα κι αυτήν για να μην νοσταλγώ, η νοσταλγία είναι ανόητη όταν δεν υπάρχει τόπος να επιστρέψεις.

Δεν είναι πως έπρεπε να κάνω μια τυπική και αυστηρή διάκριση σε ό,τι μπαίνει στον φαινομενικά περιορισμένο χώρο, όχι καμία σχέση. Απλώς κάτι, αναγκαστικά, θα έμενε απέξω κι έτσι τα κριτήρια ταξινόμησης ας πούμε, είναι πως ό,τι με πονάει που έχει αλλάξει μορφή και ό,τι πια δεν υπάρχει ώστε να μπορώ να το ζω στο τώρα, να το ψηλαφώ, να το χαίρομαι τελοσπάντων, θα μπαίνει μέσα στο καθ’ ομοίωση φέρετρο. Επίσης, ό,τι σιχαίνομαι και με κάνει να αηδιάζω σαν την αποφορά του φασισμού και της βίας που πυροδοτεί. Βιβλία ας πούμε δεν έχω βάλει, αφενός γιατί βιβλία που σιχαίνομαι κι ας μην έχω διαβάσει έχουν ήδη καεί (το meinkampf στα σίγουρα) ή ξερωγώ ανθρώπους που σιχαίνομαι και ζουν δεν θα τους στοιβάξω εκεί γιατί θα γίνω ίδια με ό,τι σιχαίνομαι αν μου πάθουν ασφυξία από την ίδια τους τη δυσωδία. Κι έτσι μένουν όλα τα άλλα• ιδέες και πράξεις που αποπνέουν ασχήμια,τρόμο, κακία, περιφρόνηση, αλαζονεία, χυδαιότητα.Θα σκεφτώ κι άλλα στην πορεία, αυτά είναι από ένα πρώτο, γρήγορο ξεσκαρτάρισμα που έκανα μέσα στην εβδομάδα.

Στο μεταξύ, το εικοσάχρονο αμάξι μου μια χαρά με βόλεψε, καθώς η πρωταρχική ιδέα ήταν να δέσω το φερετράκι γερά με ένα χοντρό σκοινί ώστε να το περιφέρω σε κάθε γειτονιά ξεκινώντας από το κέντρο της Αθήνας, κάνοντας και λίγο παραπανίσιο τζέρτζελο αλλά τελικά από τη μια το θεώρησα πολύ avant- garde , από την άλλη τα λίγα μου κιλά δεν θα επέτρεπαν την άνετη και γρήγορη μετακίνηση του αυξανόμενου φορτίου. Τσοντάρουν όλα στη βενζίνη πάντως όταν τους εξηγώ τι κάνω κι εφόσον συμφωνούν- δεν πειθαναγκάζω κανένα. Μέχρι κι ένας παπάς έβαλε χρήματα στο κουτί της οικονομικής ενίσχυσης, απλώς νομίζω πως το έκανε πιο πολύ επειδή με λυπήθηκε για την τρέλα που είδε στα μάτια μου. Κάπου εγγράφεται κι αυτή, εκείνος την διέκρινε κι αποφάσισε να πληρώσει για τα δικά μου κρίματα κι ας μην το ζήτησα, αφού δεν πιστεύω σε τίποτα.

Όπου να ‘ναι κλείνει και η έβδομη μέρα αδιάκοπης εργασίας. Στις δεκατρείς πρέπει όλα να είναι έτοιμα κι ας μένουν τόσα μπάζα, τόσα ατέλειωτα σκουπίδια και κουφάρια να μαζέψω. Ο στόχος είναι να παροπλιστούν από κάθε κακία οι κακοί. Αυτός ο στόχος αυτό και το μότο , του αφιερώθηκα κι ας τη βγάζω με καφέ και κουλουράκι κανέλα όλη μέρα - η τέχνη μου θέλει θυσίες και το σέβομαι. Στις δεκατρείς, λοιπόν, θα γίνει η αποτέφρωση• δεν έδωσα πολλές λεπτομέρειες στην κυρία στο τηλέφωνο, είπα μόνο πως λέγεται John Doe ο νεκρός, αφενός για να μην προκαλέσω υποψίες αφετέρου γιατί πάντα ήθελα να γράψω σε ένα κείμενο το συγκεκριμένο όνομα. Δεν με ρώτησαν τίποτα πιο ειδικά, παρά μόνο αν θα πλήρωνα μετρητά κι αν χρειαζόμουν, επιπλέον της τεφροδόχου, μπρελόκ για τις στάχτες (ω θεέ μου, ο καπιταλισμός). Της εξήγησα πως δεν χρειάζομαι ούτε δοχείο ούτε μπρελόκ αφού είχα μια ενισχυμένη tote bag που ήταν αρκετή για να χωρέσει τόση στάχτη. Δεν ρώτησε κάτι άλλο κι ας φάνηκε από την παύση στην φωνή της πως είχε αντιρρήσεις. Τα λεφτά τα είχα ήδη μαζέψει, περίσσευαν κιόλας οπότε δεν υπήρχε άλλο πρόβλημα πέρα από την πρόσκληση, που στην ουσία αυτό ήταν, αλλά με τους όρους της τελετής έπρεπε να μοιάζει με πραγματικό αγγελτήριο.

Εννοείται πως δεν θα πλήρωνα και γι’ αυτό• ένα event στο fb έφτανε και με το παραπάνω, αρκεί να το προωθούσα στους κατάλληλους ανθρώπους, ινφλουένσερς, δημοσιογράφους και λοιπά. 

Γκουπ- γκουπ , γκουπ- γκουπ τελευταία διαδρομή και η πόλη λάμπει. Γκουπ- γκουπ και ξαφνικά νιώθω μια γλώσσα στα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού. Ο Φιντέλ με γλείφει, είναι έξι και είκοσι το πρωί, δεν βρέχει, τον κουβαλάω στον κήπο γιατί από μικρούλης δεν μπορούσε να ανέβει με ευκολία το σκαλοπάτι κι όση ώρα κατουράει τρέχω στο αποθηκάκι και ξεκλειδώνω: το μικρό φέρετρο στέκεται και είναι άδειο, δεν έχω ξεμπερδέψει με τίποτα ακόμα.

 1.


θήλυ


είναι σαν ο σταυρός 

κάτω απ’το φύλο μας

να επιτάσσει την θέση μας 

στο φέρετρο 



2.


Ο 


με φίλησε και

όταν πια με άφησε

είπε σε όλους που ανήκω

το αίμα ήταν δικό μου

λέκιασε το πουκάμισο

δεν έχει ρούχο να βάλει στην κηδεία 

που του εύχονται με περισσή θλίψη

“ζωή σ’ εσένα”

(χωρίς εμένα πια)



3.


“δεν θα ζήσω μακρυά σου”

έτσι είπε κι αυτή γλυκιά,

κόκκινη, σαν σάλτσα ντομάτα

έγνεψε “ναι”

και παντρεύτηκαν


μετά εμφανιζόταν μωβ 

έξω στον ήλιο βόλτες, 

άτσαλα καλυμμένη με γυαλιά

φαίνονταν τα μάτια χτυπημένα

τα μπράτσα μπλαβιασμένα

“Όλο πέφτω τελευταία, 

ο σίδηρός μου στα τάρταρα”


με συνέπεια η βία

γράφεται πάνω της

αρκεί που έχει αντηλιακό με 

δείκτη υψηλής προστασίας


Η ουρά της Γιαννούλας

  Η ζωή για πολλά πολλά χρόνια είναι κάτι που δεν μπορώ να ορίσω, καμία βεβαιότητα, συγχρονισμός ή τελειότητα, πολλές θολές στιγμές, αγάπη και θρήνος, μικρά θαύματα και γέλιο, αλληλεγγύη κι αλληλοφροντίδα. Ω!έχω δει κι έχω δώσει, έχω ακούσει κι έχω πάρει τόσα τόσα πολλά.

Έχω έναν και μόνο φόβο: να μην ξανακυλήσω στο σκοτάδι και γελάω, ξεκαρδίζομαι στη σκέψη πως η Α. που αρέσκεται στο να συζητάει αυτήν που έχει ορίσει σαν κακέκτυπό της, σαν παθολογική αντιγραφέα της (δηλαδή εμένα, σύμφωνα με τις καταγραφές από τις επισκέψεις που κάνω στο προφίλ της και στα γραπτά της , συν τα άρθρα που ξεσκονίζει στην ψυχιατρική και τα παραθέτει για να τα διαβάσω) έβαλε κι άλλους παίχτες στο παιχνίδι! Το έμαθα χθες το βράδυ διαβάζοντας την Λ. με την οποία κάποτε μιλούσα, την οποία κάποτε συμπαθούσα και παραδεχόμουν μέσα από τα κείμενά της και τις λίγες συνομιλίες μας. Τώρα πρέπει να την αποφύγω και αυτήν. “Μπράβο Α.”, θέλω να της πω, “κέρδισες και θα εξαφανιστώ! Κι ας υπάρχει το όνομά μου για να με υποδεικνύει αιώνια σαν κατηγορούμενη, κάτω από ένα δικό σου ποίημα για το οποίο ποτέ δεν σε ευχαρίστησα επάξια. Θα εξαφανιστώ μαζί με τα άσχημα ποιήματά μου, τις άσχημες φωτογραφίες μου, η άσχημη εγώ, που πως θα μπορούσα να έχω μορφή και υφή και γεύση και φωνή και μυρωδιά και οσμή και σάρκα και μαλλιά και όραση και τελικά υπόσταση ανθρώπινη ακόμα, χωρίς εσένα.”

Νομίζει, λοιπόν η Α.πως σκοτάδι είναι αυτή η διάγνωση που έχει στο κεφάλι της για εμένα, αυτό το διαταραγμένο ον που με θέλει η διάγνωση της να είμαι και που της έχει κάνει τη ζωή μαρτύριο, τόσα χρόνια, τόσα πολλά χρόνια όπως διαλαλεί και διαβεβαιώνει, τόση βία έχει δεχτεί από εμένα όπως διάβασα, μέχρι και “σκουπιδιάρα” με είπε η Λ. χωρίς να αξιολογείται καμία πιθανότητα η Α. να έχει ασκήσει την ίδια βία (κεκαλυμμένη όμως μόνο για εμένα την “ουρά”)που διατείνεται πως έχει υποστεί (μόνο μια ματιά σε πάμπολλα κείμενά της αρκεί για να το διαπιστώσει κανείς, αφού κριτικάρει τη μοναξιά μου, την σχέση μου με τον άντρα μου, το παιδί μου, το έργο μου σαν αντιγραφή, την ζωή μου σαν σαν υποκρισία, εφευρίσκει ακόμα και την ικανότητα να θέλω και τον πόνο της να υφαρπάξω όπως λέει απλώς και μόνο για να την προλάβω.  Μόνο δυο- τρεις Μυρτούδες και Αντώνηδες να ακούγατε μα τώρα και τη Λ. που κρίνουν μέχρι και την πλάτη μου ως όμοια αφού το είπε η Α. κι άρα είναι νόμος, έχει γράψει τόσα και τόσα για μένα μέχρι και ότι σχεδόν δεν είμαι εγώ και πως έχω μια αλλοιωμένη συνείδηση από τον φθόνο προς εκείνη, από το μίσος που πιστεύει πως τρέφω για εκείνη) μόνο στη σκέψη ότι την αντιγράφω και την παρακολουθώ και είμαι μια κλέφτρα ιδεών κι ένα παράσιτο στον κορμό της και σε αυτόν της τέχνης της. Μάλλον θεωρεί πως είμαι από τους ανθρώπους που έχουν ένα μόνο βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι τους. Δεν πείθεται, γιατί δεν θέλει να πειστεί, πως τίποτα από όσα θεωρεί για εμένα δεν θα τα θεωρούσε, αν ήμουν απλά μια άλλη, μια τυχαία ανάμεσα στις τυχαίες που μπορεί να σκρολάρει και να διαβάζει και να βλέπει ό,τι κι εγώ χωρίς να με νοιάζει να το αντιγράψω για να το μιμηθώ στερούμενη δικών μου ιδεών.

Αγαπητή Α., δεν ζηλεύω τίποτα δικό σου, δεν φθονώ κάτι που φτιάχνεις με τα χέρια σου κι αφού ακόμα και να μου αρέσει κάτι δικό σου δεν μπορώ να το δηλώσω, δεν πειράζει πια. Δεν σε μίσω, δεν σε μίσησα ποτέ γιατί δεν είμαι φτιαγμένη από φθηνά και ποταπά υλικά, ούτε εσένα μισώ ή φθονώ ούτε οτιδήποτε δικό σου. Λυπάμαι τόσο πολύ για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα μέσα σου, δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου αξίζει να πάθω επειδή διάβασα και κατέγραψα τα πάντα (τα δημόσια και φανερά) που αφορούσαν τελικά κι εμένα με έναν τρόπο. Τι μου αξίζει να πάθω επειδή υπήρξα τραγικά ανασφαλής και τρωτή μέσα στη σχέση μου με τον άντρα μου που πριν από εμένα αγάπησες ολοκληρωτικά κι εσύ; Ένας δημόσιος διασυρμός, ένα εξώδικο, μια μήνυση ή ένα λιντσάρισμα; Τίποτα από αυτά δεν θα σε ικανοποιούσε; Γιατί όλα μπορώ να τα υπομείνω, αφού ξέρω τη δική μου αλήθεια. Και η δική μου αλήθεια είναι αυτή που ήδη σου έχω πει, είναι αυτή που έγραψα ξανά πριν από λίγο. Κοίτα να δεις όμως, μπορώ να νιώθω τη βία που κι εσύ μου ασκείς κι ας την παραγνωρίζεις μπροστά στην θεωρούμενη δική μου “ψύχωση”. - ταμπέλα που μου φόρεσες από την πρώτη στιγμή. Ζήσε κι άσε με να ζήσω, μη με συζητάς, μην επιζητάς να παραδεχτώ κάτι που δεν είμαι, επειδή έτσι αποφάσισες μέσα στα χρόνια. Αν σε ευχαριστεί και πιστεύεις πως είμαι αδύναμη και αναληθής, ένα παράσιτο, κάτι νοσηρό, να το πιστεύεις. 

Κι εμένα δεν με νοιάζει. Γιατί αυτό που έχω στο δικό μου μυαλό, είναι το δικό μου δωμάτιο και η θέα του είναι εντελώς ιδιωτική κι αργότερα μετουσιώνεται σε λόγο και εικόνα κι ό,τι θελήσω.

Δεν σε φοβάμαι άλλο θα σου πω κι ας μην το ακούσεις η ίδια από εδώ κι ας σου το μεταφέρουν κακόπιστα μάτια, φτιαγμένα να παρακολουθούν ζωές άλλων που δεν γνωρίζουν (άλλωστε αυτά δεν κατασκοπεύουν για εσένα όπως πιστεύεις πως κάνω εγώ;)

Μην χάνεις άλλο την ευθυκρισία σου επειδή κάποτε σου είπα ίσως την μόνη αλήθεια που θα μπορούσες να παραδεχτείς από εμένα.

Αν είχε συμβεί  να βουτήξεις με το μικρό σου δαχτυλάκι στον θάνατο  όπως εγώ, θα γελούσες ειλικρινά, γιατί η ζωή είναι ένα τόσο αστείο πράγμα που κάποτε μας κόβει απότομα το γέλιο· σαν την ουρά σου που κόπηκε , την ουρά σου που ήμουν -τόσα χρόνια όπως λες- εγώ. Εγώ με τις άσχημες εικόνες, τα άσχημα ποιήματα, εγώ που για να υπάρξω τελικά έχω ανάγκη εσένα, ε;

Όταν κάναμε με τον Σαμσών τις βόλτες στην πόλη, η Ομόνοια δεν ήταν ακόμα η πλατεία που είναι σήμερα. Υπήρχαν οι λαμαρίνες περιμετρικά, όχι ζωγραφισμένες σαν αυτές στην πλατεία Εξαρχείων κι έτσι φαίνονταν τα συνθήματα, τα τάγκς κι ένα που ξεχωρίσαμε ήταν το voodoo death• γραμμένο με κεφαλαία μαύρα γράμματα προοικονομούσε το τέλος όλων μας που είχε προκληθεί από το φόβο για τη συνέχεια του ζόφου. Μαζί μ’αυτό και το θεόρατο γλυπτό του Ζογγόπουλου ο οποίος έλεγε πως το νερό είναι το αίμα του γλυπτού. 

Θυμάμαι, λοιπόν, πως είπε ο Σαμσών να το βγάλουμε το γλυπτό “ αυτοκτονιέρα”, συμφώνησα κι εγώ διασκεδάζοντας με τον λεξιπλάστη φίλο μου κι έπειτα βαλθήκαμε να δίνουμε ρόλους στους περαστικούς ακόμα και στα περιστέρια που όταν θα μεταμορφώνονταν στα κοράκια του έργου, τα πόδια τους θα ήταν κατακόκκινα αφού θα τσαλαβουτούσαν στο αίμα, μια γυναίκα που ζητιάνευε την χρίσαμε μοιρολογίστρα -να κλαίει αφού η αποτροπή του επικείμενου κακού δεν ήταν , μόνο οι αστυνομικοί είχαν τον σαφέστατο ρόλο της εξουσίας που αυτός δεν αλλάζει με καμία φαντασία, σαν το “ελλάς” που χτυπάνε κάποιοι σαν ένεση στα μπετά, τις λαμαρίνες, τα αγάλματα. Θα οδηγούσαν αυτοί λοιπόν με τις μπλε στολές και τα γκλοπς τον κόσμο πάνω στο γλυπτό κι από εκεί ένας- ένας οι άνθρωποι θα έπεφταν, θα αυτοκτονούσαν και ύστερα θα γινόταν η συλλογή των πτωμάτων.

Επειδή τίποτα δεν γίνεται ή δεν λέγεται ή δεν γράφεται απόλυτα στην τύχη, λίγη ώρα μετά τράβηξα ένα βίντεο. Είναι αυτό το τρομακτικό μηχάνημα που φέρει σε παράταξη τα τούβλα σε ιμάντα, κάθε τούβλο κι ένας άνθρωπος, κάθε σαράντα δεύτερα αυτοκτονεί ένας άνθρωπος, που τελικά ακουμπά σε έναν ατελείωτο σωρό από ανθρώπινα σώματα νεκρά. Ακόμα κι αν ένας ήταν ζωντανός στο τέλος της πτώσης, οι αστυνομικοί τον πυροβολούσαν με την τελευταία λέξη, κάπως μου θύμιζε νεκρές αγελάδες που τις θανάτωναν γιατί αρρώστησαν και δεν συνέφερε να τις βοηθήσουν να αναρρώσουν, οι νεκροκουβαλητές τον έθαβαν ευθύς στον παρακείμενο λάκκο που θα γινόταν συντριβάνι αλλά δεν πρόλαβε.

Το ξέρω πως αυτό που περιγράφω είναι ένας άφατος χαμός και πως ο ουρανός πάνω από την Ομόνοια θα έπρεπε να έχει μαυρίσει από κοράκια σε κυκλική θρηνητική πτήση, αλλά στην Αθήνα δεν έχουμε κοράκια και τα περιστέρια είναι μεταλλαγμένα πτωματοφάγα.

Στο τέλος θα μείνουν μόνο τα ανθρώπινα κόκκαλα να τα στιλβώσει ο θάνατος με μοιρολόγια, να τα πάρει μαζί στο μελαγχολικό του στρατί. Τελοσπάντων, κάναμε καταγραφές και σκέψεις αλλά η αυτοκτονιέρα δεν ολοκληρώθηκε ακριβώς, δεν έγινε σενάριο ή στίχοι ή διήγημα. Παρολαυτά η Ομόνοια παραμένει μια τούρτα μνημοσύνου που τόσο εύστοχα έγραψε ο Ιωάννου.

Λίγες μέρες αργότερα ένα email έφτασε στο inbox του Σαμσών, ήμουν σε ένα χιονισμένο κρεβάτι και μετρούσα τα σκονισμένα προσευχητάρια και τις εικονίτσες δίπλα από τις φυάλες οξυγόνου στα δωμάτια του κτιρίου, τα άσπρα άγρια άλογα που κάλπαζαν στις έλικες του ταλαιπωρημένου μου μυαλού και τις φορές που ανοιγόκλεινε τα μάτια του ο ελέφαντας στον θάλαμό μου. 

Το ταμπού πρέπει να σπάσει και οι ιδανικοί (παρολίγον) αυτόχειρες να συγκεντρωθούν μπροστά στο άγαλμα του έκπτωτου άγγελου στην πλατεία Μεταξουργείου. Να κάνουν ένα μνημόσυνο των ζωών που τους έταξαν όταν ήταν παιδιά κι έπειτα τις μουτζούρωσαν με τη βίαιη ενηλικίωση, να ξαπλώσουν στο γρασίδι της κυκλικής πλατείας και να ατενίσουν ανάλαφροι τον αττικό ουρανό που κάποτε μπορεί να γίνει φιλικός για όλους μας.






(10.09, παγκόσμια ημέρα για την πρόληψη της αυτοκτονίας)

Έρχεται την σκοτεινότερη ώρα

και με βρίσκει ανάσκελη 

κοιτάω την τρύπα στο ταβάνι 

αναρωτιέμαι πως την έσκαψα

σαν τυφλοπόντικας τόσο καιρό

ψάχνω στο τούνελ τις φίλες μου 

που έταξαν αφοσίωση,τηλεφωνήματα 

κάτι κατάλαβα με σαφήνεια λάθος 

ο κόσμος έχει προβλήματα  

πεθαίνει από τη ζέστη ο νέος του μόχθου 

δολοφονούν τη γυναίκα αλλοιώνοντάς της 

το πρόσωπο επειδή τη μισούν 

η πόλη γεννάει σωρηδόν την ασχήμια 

ο κόσμος τη συντηρεί χωρίς σκέψη 

εμένα τα νέα μου γράφονται 

για όσο βράζει έν’αυγό

είναι τα ίδια με κάθε χρόνου θλίψη

οι τοίχοι του σπιτιού την ακούν καθημερινά

αλλά όχι οι φίλες μου που 

με φιλάνε σταυρωτά 

με αγκαλιάζουν μητρικά 

χαίρονται με τα νέα και τον φτηνό θρίαμβο 

τόσο που τα έντερα και το στομάχι μου 

πάλλονται σε ένα τανγκό σουρεάλ

ό,τι φυλακισμένο μέσα μου κρύβεται πάντα κάπου φρικτά απέθαντο καιροφυλακτεί 

να με τραντάξει κάθε φορά που 

θα νιώσω μόνη κι εξαρτημένη 

κάθε φορά που θα τελειώσει ο καφές ή

το κρασί απ’ το ποτήρι μου

οι κουβέντες και η ζεστασιά δεν είναι τίποτα σωτήριο 

αν μέσα μου δεν έχει βολευτεί για τα καλά 

ένας κατάδικός μου ήλιος

Δεν έχω κανέναν θυμό για τους ποιητές 

μόνο για το φύλο τους 

ακόμα ψάχνουμε στα αζήτητα γυναίκες 

που έγραφαν ταυτόχρονα με επικές φιγούρες 

γυναίκες που έκρυβαν σε μπαούλα ή στο χώμα 

τους καρπούς του λόγου τους 

όπως πιθανόν να έθαβαν 

ανεπιθύμητα μωρά

που άφηναν ατάιστα ή έπνιγαν με μαξιλάρι

τώρα που έχουν αλλάξει τα πράγματα 

τώρα βγαίνουμε στο φως 

λέμε τα πράγματα δηλώνοντας το όνομά μας 

το φύλο μας, χωρίς φόβο, με διαρκή φόβο 

μην και δεν φανεί επιτέλους η αλήθεια• 

η ποίηση είναι και δίκη μας υπόθεση 

ο σπαραγμός, ο πόνος, η απελπισία, η μούσα έρχεται και στα δικά μας γραπτά 

τα πασαλειμμένα θυμό 

αναπνέει και ζει η ποίηση μέσα από εμάς 

τις γυναίκες

αυτό δεν είναι προνόμιο αλλά κόπος

Καμία δεν θα μιλήσει ανοιχτά 

αφού μας θέλουν σε ένα ροζ σύννεφο ή

έναν βωμό να μας λατρεύουν 

σαν τοτέμ

όχι αγκαλιά με τη λεκάνη να 

βγάζουμε τα σωθικά μας 

οι μυρωδιές είναι ανεκτές

τα τρυπήματα με ινσουλίνη σε μια 

κοιλιά μπαλόνι, επίσης 

οι σπασμένες φλέβες από τις βελόνες 

ή το να ασθενείς χωρίς φάρμακα 

μια αναίτια εγχείρηση για να 

βγάλουν το μωρό νωρίτερα 

το μωρό που δεν θα δούμε 

-ίσως μόνο για δέκα λεπτά-

και ύστερα με μάσκες και ρόμπες 

να προσπαθούμε να θηλάσουμε 

ενώ έχει ήδη ταϊστεί 

προηγουμένως έχει πλαντάξει 

στο κλάμα -μόνο- 

είμαστε υπερβολικές λεχώνες

που ζητάμε να μας αντιμετωπίζουν 

ανθρώπινα - όχι 

σαν κομμάτια κρέατος -

πληρώνουμε αδρά να μας ξεγεννήσουν

στα άδυτα πεντάστερων νοσοκομείων 

αλλά αυτά πως να ειπωθούν 

μια μέρα που τα λάθη όλα 

σβήνουν με ένα μπουκέτο λουλούδια;